- τιλλοπώγων
- τιλλο-πώγων, ωνος, ὁ, der sich den Bart ausrupft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τιλλοπώγων — one who plucks out his beard masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιλλοπώγων — ωνος, ὁ, Α αυτός που αποσπά με βίαιο τρόπο τις τρίχες τής γενειάδας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίλλω «μαδώ» + πώγων (πρβλ. σφηνο πώγων)] … Dictionary of Greek